αριστοκράτης

αριστοκράτης
Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Βασιλιάς του Ορχομενού της Αρκαδίας (7ος αι. π.Χ.). Υπήρξε σύμμαχος του Μεσσήνιου Αριστομένη στους αγώνες του εναντίον της Σπάρτης. Τον πρόδωσε δύο φορές στους Σπαρτιάτες. 2. Αθηναίος στρατηγός (; – 406 π.Χ.). Ήταν γιος του Σκελλία, γόνος αριστοκρατικής οικογένειας. Εκπρόσωπος των μετριοπαθών, μέλος της βουλής των Τετρακοσίων, συνεργάστηκε με τον Θηραμένη και συμμετείχε στην κατεδάφιση του τείχους της Ηετιωνείας, που είχε ανεγείρει η ακραία ολιγαρχική μερίδα. Το 407 π.Χ. πήρε μέρος στην εκστρατεία του Αλκιβιάδη εναντίον των Ανδρίων. Ύστερα από τη ναυμαχία στις Αργινούσες όπου ήταν στρατηγός, o Α. καταδικάστηκε σε θάνατο από τον δήμο. 3. Λακεδαιμόνιος ιστορικός (2oς; αι. π.Χ.). Το χρονογραφικό του έργο Λακωνικά χρησιμοποιήθηκε από τον Πάμφιλο και τον Πλούταρχο.
* * *
ο (θηλ. αριστοκράτισσα, η)
(Α ἀριστοκράτης) αυτός που έχει αριστοκρατική καταγωγή
νεοελλ.
1. αυτός που έχει τους τρόπους και τη συμπεριφορά αριστοκράτη
2. αυτός που ανήκει στην τάξη ή στην πολιτική μερίδα των ευγενών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άριστος + -κράτης < κράτος «δύναμη, εξουσία». Ο όρος πρωτοεμφανίζεται κατά τους ελληνιστικούς χρόνους].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Ἀριστοκράτης — masc acc pl (attic epic doric) Ἀριστοκράτης masc nom/voc pl (doric aeolic) Ἀριστοκράτης masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀριστοκράτης — aristocrat masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αριστοκράτης — ο θηλ. ισσα αυτός που κατάγεται από ευγενείς, που ανήκει στην ανώτερη κοινωνική τάξη: Καυχιόταν πως οι πρόγονοί του ήταν αριστοκράτες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ἀριστοκράτει — Ἀριστοκράτης masc nom/voc/acc dual (attic epic) Ἀριστοκράτεϊ , Ἀριστοκράτης masc dat sg (epic ionic) Ἀριστοκράτης masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀριστοκράτη — Ἀριστοκράτης masc nom/voc/acc dual (doric aeolic) Ἀριστοκράτης masc acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀριστοκρατῶν — Ἀριστοκράτης masc gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀριστοκρατῶν — ἀριστοκράτης aristocrat masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀριστοκράτεος — Ἀριστοκράτης masc gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀριστοκράτευς — Ἀριστοκράτης masc gen sg (epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀριστοκράτη — ἀριστοκράτης aristocrat masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”